- συνεκέρασα
- αόρ. от συγκεραννύω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεκέρασα — συγκεράννυμι mix aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)